Το «μαλλί της γριάς» (cotton candy, στα αγγλικά) είναι ένα ζαχαρωτό, αρκετά δημοφιλές στον παιδόκοσμο, τουλάχιστον τα παλαιότερα χρόνια. Το συναντάμε σε μαζικές υπαίθριες εκδηλώσεις (πανηγύρια, καρναβάλια κλπ) να τό διαθέτουν πλανόδιοι πωλητές.
Το «μαλλί της γριάς» (cotton candy, στα αγγλικά) είναι ένα ζαχαρωτό, αρκετά δημοφιλές στον παιδόκοσμο, τουλάχιστον τα παλαιότερα χρόνια. Το συναντάμε σε μαζικές υπαίθριες εκδηλώσεις (πανηγύρια, καρναβάλια κλπ) να τό διαθέτουν πλανόδιοι πωλητές.
Αποτελείται από νήματα ζάχαρης και κύριο χαρακτηριστικό του είναι ο μεγάλος όγκος του. Έχει λευκό χρώμα (εξ ου και «μαλλί της γριάς»), αλλά με την προσθήκη χρωστικών ουσιών μπορούν να λάβουν και άλλο χρώμα.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα τεκμήρια πρωτοεμφανίστηκε στην Ευρώπη, τον 18ο αιώνα. Ήταν πολύ ακριβό και μόνο για λίγους, γιατί η παρασκευή του γινόταν με το χέρι.
Το «μαλλί της γριάς» έγινε προσιτό σε κάθε βαλάντιο, όταν πέρασε στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Στο Νάσβιλ του Τενεσί, ο οδοντίατρος Γουίλιαμ Μόρισον και ο ζαχαροπλάστης Τζον Γουόρτον κατασκεύασαν, το 1897, το πρώτο μηχάνημα για την παρασκευή του. Το παρουσίασαν με μεγάλη επιτυχία στην Διεθνή Έκθεση του Αγίου Λουδοβίκου (Σεντ Λούις), το 1904, τμήμα της οποίας ήταν και οι Ολυμπιακοί Αγώνες εκείνης της χρονιάς. Η πρώτη αυτόματη μηχανή κατασκευάστηκε το 1972.
Πηγή: www.sansimera.gr